σαμπάνι

σαμπάνι
και σαμπάνιο και σαμπανιό, το, Ν
ναυτ. το περιλάβειο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαμπανί — ο, η, το, Ν [σαμπάνια] άκλ. αυτός που έχει το χρώμα τής σαμπάνιας …   Dictionary of Greek

  • σαμπανιάζω — Ν [σαμπάνι] προσαρμόζω το σαμπάνι σε αντικείμενο που πρόκειται να μετακινηθεί …   Dictionary of Greek

  • κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… …   Dictionary of Greek

  • τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”